φιλύδρηλος

φιλύδρηλος
φιλ-ύδρηλος, ον,
A loving moisture, κῆπος ib.6.21.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλύδρηλος — ον, Α φίλυδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλυδρος, κατά τα επίθ. σε ηλος (πρβλ. κίβδ ηλος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλυδρήλοιο — φιλύδρηλος loving moisture masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”